- τολμήμασιν
- τόλμημαadventureneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαλαζονεύομαι — ἐπαλαζονεύομαι (Α) (αποθ.) υπερηφανεύομαι, κομπάζω για κάτι («ἐπαλαζονεύοντο τοῑς τολμήμασιν», Ιώσηπ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «καταθρασύνομαι» … Dictionary of Greek